ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Θρησκευτικά αφηγήματα-Αναγνωστικό 1943...

Ένα θρησκευτικό αφήγημα . Αξίζει να διαβαστεί, ως ντοκουμέντο, που βοηθάει να κατανοηθούν νοοτροπίες μιας άλλης εποχής.
*************



ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ - ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ - ΔΗΜ. Γ. ΖΗΣΗ Κ.Α.
ΑΝΑΓ Ν Ω Σ Τ ΙΚΟ
γιὰ τὴν ἕκτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1943

Ο ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ

Εἰς τὴν ρίζαν ἑνὸς βράχου, σκυμμένος ἐπὶ τῆς ποιμενικῆς

ράβδου του, ἐστέκετο θλιμμένος ὁ Ἄσωτος Υἱός. Φορεῖ πα-

μπάλαιον ἔνδυμα δούλου, τὸ ὁποῖον δὲν προστατεύει διόλου

τὸ σῶμα του ἀπὸ τοὺς τέσσαρας ἀνέμους. Ἐλεεινὰ σανδάλια

προστατεύουν δῆθεν τοὺς πόδας του, οἱ ὁποῖοι κολυμβοῦν

εἰς τὴν λάσπην καὶ τὴν σκόνην καὶ πληγώνονται ἀπὸ

τὰς πέτρας καὶ τοὺς βράχους. Αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του,

μακραὶ καὶ ἄτακτοι, πίπτουν εἰς τοὺς ἀδυνάτους ὤμους

του. Ἡ καθημερινὴ πεῖνα τὸν ἔχει μαράνει ἐντελῶς. Ἡ

καθημερινὴ τροφή του εἶναι ἐλαχίστη. Πῶς νὰ τολμήσῃ

νὰ τὴν συμπληρώση μὲ τὰ χαρούπια, τὰ ὁποῖα ἀφθόνως

ἔτρωγεν ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων;... Μία ἄσπλαγχνος φωνὴ

ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου -ἡ φωνὴ τοῦ ἰδιοκτήτου τῶν

χοίρων- τὸν ἔκανε νὰ τρέμῃ ἀπὸ τὸν φόβον του!

Αἰφνιδίως οἱ λογισμοί του θολώνουν. Βλέπει μὲ τὴν

φαντασίαν τοὺς φίλους του τῶν καλῶν ἡμερῶν. Μὲ αὐτοὺς

καὶ χάριν αὐτῶν ἐσπατάλησε κάποτε εἰς τὴν πρωτεύουσαν

τῆς χώρας τὴν πατρικὴν περιουσίαν του. Ὅλοι αὐτοὶ τὸν

εἰρωνεύονται τώρα διὰ τὴν ἀθλιότητά του. Κανεὶς δὲν

εὑρίσκει οὔτε ἓνα λόγον στοργικόν, παρήγορον. Δὲν ἐθυσίαζε

κανεὶς οὔτε ἕν τεμάχιον ξηροῦ ἄρτου, διὰ νὰ καταπραΰνῃ

τὴν πεῖναν του.

Καὶ τα βλέμματα τῆς φαντασίας του καρφώνονται εἰς

τόπους μακρινούς. Βλέπει τὸ μέγαρον τοῦ πατρός του. Βλέπει

τὴν μεγάλην αἴθουσαν τῶν συμποσίων πλημμυρισμένην

ἀπὸ πιστοὺς καὶ ἀγαπητοὺς φίλους καὶ ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῶν

τὸν γέροντα πατέρα καὶ τὸν πρεσβύτερον ἀδελφόν του.

Βλέπει ἀκόμη τὴν τράπεζαν τῶν ὑπηρετῶν φορτωμένην

μὲ ἄφθονα φαγητά. Καὶ βαθὺς στεναγμὸς ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ

στῆθος του.

- Πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατρός μου χορταίνουν μὲ πλούσια

φαγητά, ἐγὼ δὲ ἀποθνήσκω τῆς πείνης!

Ἡ ράβδος φεύγει ἀπὸ τὰς χεῖρας του καὶ αὐτὸς κλονίζεται

καὶ πίπτει ἐπὶ τοῦ βράχου. Θέτει τὴν κεφαλὴν μεταξὺ τῶν δύο

χειρῶν καὶ σκέπτεται: Τί νὰ κάμῃ; Νὰ ὑπομείνῃ ἀπὸ πεῖσμα

τὴν σημερινὴν ἀθλιότητα; νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πατρικήν

του οἰκίαν; καὶ μὲ ποῖον δικαίωμα; Δὲν ἔλαβε τὸ μερίδιόν

του ἐκ τῆς περιουσίας καὶ δὲν τὸ κατέφαγεν ἀσώτως μετὰ

τῶν φίλων του; Θὰ τὸν ἐδέχοντο ἆραγε εἰς τὴν πατρικὴν

στέγην ἢ θὰ τὸν ἐδίωκον μακράν; Ἀλλ’ ὄχι! Τὸ πολὺ πολὺ

θὰ τὸν κατέτασσον εἰς τοὺς μισθωτοὺς ἐργάτας. Καὶ ἔλαβε

τὴν μεγάλην ἀπόφασιν: τὴν ἀπόφασιν τῆς ἐπιστροφῆς.

Ἀπὸ τὸν ἐξώστην ἑνὸς ἀρχοντικοῦ μεγάρου εἵς λευκόμαλλος

γέρων παρακολουθεῖ τὴν ἐργασίαν τῶν ἀνθρώπων, οἱ

ὁποῖοι ἐργάζονται εἰς τοὺς ἀπεράντους ἀγρούς του μὲ τὸν

πρεσβύτερον υἱόν του. Ἀλλὰ προσέχει πραγματικῶς εἰς τοὺς

ἀγρούς; Καθόλου. Οἱ λογισμοὶ τοῦ γέροντος πετοῦν μακράν,

πολὺ μακράν. Σκέπτεται τὸν ἄσωτον υἱόν του. Εἶχε μάθει

καὶ αὐτὸς τὸ ἄθλιον κατάντημα τοῦ νεωτέρου υἱοῦ του.

Καὶ ἡ πατρικὴ καρδία ἐπληγώνετο ἀπὸ τὴν λύπην. Καὶ ὁ

ταλαίπωρος γέρων ἐμονολόγει:

-Ἀλήθεια λοιπόν, τὰ ἔχασεν ὅλα, τὰ ἔφαγεν ὃλα! Καὶ

τώρα πεινᾶ ὁ υἱός μου, τὸ σπλάχνον μου; Ὤ, ἄν ἐπέστρεφε!...

Καὶ ἄν ὄχι; Θὰ κλείσω τοὺς ὀφθαλμούς, χωρὶς νὰ ἴδω τὸ

τέκνον μου;

Αἰφνιδίως σταματᾶ τὸ βλέμμα του εἰς τὰ βάθη τοῦ

ὁρίζοντος, εἰς τὸν μεγάλον δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔφυγε

κάποτε ὁ υἱός του. Εἶναι σκιὰ ἤ ἄνθρωπος; Ἡ πατρικὴ

καρδία ἐπιμένει, προσέχει ὅσον πλησιάζει ὁ ταξιδιώτης,

ἀναγνωρίζει μερικὰ χαρακτηριστικά˙ ἡ πατρικὴ καρδία

τώρα σκιρτᾶ. Ἤτο πράγματι ὁ ἄσωτος υἱός.

Ὡς ἀστραπὴ κατὲρχεται τὰς βαθμίδας καὶ τρέχει μὲ

λαχτάραν. Τὸν ἐναγκαλίζεται σφιγκτά, τὸν φιλεῖ καὶ τὸν

ξαναφιλεῖ, χωρὶς νὰ χορταίνῃ. Καὶ ἀκούει τὴν σπαρακτικὴν

φωνὴν τοῦ υἱοῦ του:

-Πατέρα, δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ εἶμαι υἱός σου! Βάλε με

μὲ τοὺς ὑπηρέτας σου. Θὰ ἔχω τοὐλάχιστον ἐνδύματα καὶ

τροφήν. Μοῦ ἀρκεῖ αὐτό. Τόσον ἀξίζω!

Τώρα ἐξέσπασεν ἡ πατρικὴ καρδία· σπογγίζει τὰ δάκρυά

του ὁ γέρων καὶ λέγει πρὸς τοὺς ὑπηρέτας του:

-Φέρετε τὴν καλυτέραν στολήν, τὸ πολυτιμότερον

δακτυλίδι καὶ τὰ κομψότερα ὑποδήματα. Πῶς εἶναι δυνατὸν

τὸ ἀγαπητόν μου τέκνον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ μέγαρόν μου μὲ

αὐτὰ τὰ ἐνδύματα τοῦ ἐπαίτου; Σφάξατε ἀμέσως τὸν μόσχον

τὸν σιτευτόν, διὰ νὰ πανηγυρίσωμεν τὴν ἐπάνοδόν του.

Ὑπάρχει μεγαλυτέρα ἑορτὴ ἀπὸ τὴν σημερινήν; Ἐπὶ τόσα

ἔτη ἔκλαιον ἀπαρηγόρητος, διότι τὸν ἐνόμιζον νεκρόν. Καὶ

τώρα ζῇ˙ καὶ εὑρίσκεται πλησίον μας. Ἄς ἑτοιμασθῇ λοιπὸν

ἡ ἑορτή. Θέλω νὰ λησμονήσῃ τὸ τέκνον μου τὰ βάσανά

του.

Καὶ ἀντήχησαν καθ’ ὅλην τὴν οἰκίαν τραγούδια

χαρᾶς. Καὶ τοιουτοτρόπως ὅλον τὸ μέγαρον καὶ ὅλη ἡ

πόλις ἐπανηγύρισε τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ παραπλανηθέντος

Ἀσώτου.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"Θέλω νὰ λησμονήσῃ τὸ τέκνον μου τὰ βάσανά του."

Αχ, πάτερ, μας συγκινήσατε πάλι σήμερα...