ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ(Αληθινή συγκλονιστική ιστορία)

 Από το νέο βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα ''Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ''που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ''Πορφύρα''


Μια μέρα ο πρωθιερέας Βασίλειος Μπόριν από την Βασκνάρβα μάς μίλησε μετά το Μεσονυκτικό για τη Βασιλεία του Θεού, η οποία είναι πολυτιμότερη απ’ όλα τα επίγεια πλούτη και ανώτερη από το καθετί. Τα λόγια του ηλικιωμένου ιερέα μας έκαιγαν με τέτοια δύναμη, που η ψυχή έτεινε προς τα επουράνια.

 Κάποια στιγμή σηκώθηκε μια γυναίκα μια γυναίκα και λέει:
– Πάτερ, εμείς σίγουρα επιθυμούμε τα επουράνια, αλλά έχουμε ανάγκη και από φαγητό, ενώ οι τιμές διαρκώς ανεβαίνουν. Το σαλάμι είναι τόσο ακριβό που δεν έχουμε τη δυνατότητα να το αγοράσουμε. Τι να φάμε;
– Αλίμονό σας, τρώτε σκουπίδια και ελπίζετε στα σκουπίδια, είπε ο πατέρας Βασίλειος, διακόπτοντας τη συζήτηση.
– Να, και εγώ τα ίδια κάνω, παραπονέθηκα σε μία κυρία καθώς βγαίναμε μαζί από το ναό. Δεν σκέφτομαι την Βασιλεία του Θεού αλλά πώς να βρω χρήματα.
– Έχετε ανάγκη από χρήματα; με ρώτησε η άγνωστη κυρία, βγάζοντας ταυτόχρονα το πορτοφόλι από την τσάντα.
– Όχι, μιλώ για κάτι άλλο. Πήρα ευλογία να αγοράσω ένα σπίτι κοντά στην Όπτινα και δεν μου φτάνουν τα χρήματα.
– Δώστε μου την διεύθυνσή σας. Όταν θα έχετε μου τα επιστρέφετε, αν όχι δεν πειράζει.

– Μα ποια είστε εσείς, ο πλούσιος Πινόκιο;1 ρώτησα και κοίταξα με ενδιαφέρον στην όμορφη άγνωστη γυναίκα που ήταν ντυμένη μ’ ένα φόρεμα Βερσάτσε.
– Ο σύζυγός μου είναι πλούσιος αλλά αυτά τα χρήματα είναι από δικά μου.
Έτσι γνώρισα την μέλλουσα μοναχή Ν. Τότε δεν ήξερα πως ετοιμάζεται μυστικά για την κουρά της και ότι μετά από εννέα χρόνια θα έμπαινε στο μοναστήρι. Άλλωστε οι δουλειές της φίλης μου από τον Καύκασο (την ονομάζω έτσι επειδή όλα τα πρόσωπα της διήγησης είναι εν ζωή) είναι τόσο μπερδεμένες και πολύπλοκες, που δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Ο σύζυγος είχε ήδη δύο
μωρά εκτός γάμου, ουσιαστικά μία άλλη οικογένεια, αλλά ήταν ζηλιάρης και ζητούσε από την γυναίκα του απόλυτη υποταγή και αυτή τον άκουγε με σεβασμό.
Μετά από εννέα χρόνια πια, παρακολουθούσα το τέλος αυτής της καυκάσιας ιστορίας, όπου ο πρώην σύζυγος φιλούσε το χώμα που πατούσε αυτή η γυναίκα και ευχαριστούσε το Θεό γι’ αυτόν τον άγγελο που του άλλαξε την αμαρτωλή πορεία που είχε πάρει στη ζωή του.
Οι άνθρωποι πηγαίνουν στο μοναστήρι υπό διαφορετικές συνθήκες, αυτή η γυναίκα όμως εκάρη μοναχή αφού γύρισε στην πίστη την άπιστη οικογένειά της. Τα παιδιά ήδη είχαν τη δουλειά τους, ενώ ο πρώην σύζυγος παντρεύτηκε τη μητέρα των παιδιών του και έδειχνε σε όλους με καμάρι τις φωτογραφίες των παιδιών του από το νέο γάμο του.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα για την πάντοτε χαμογελαστή και ατάραχη φίλη μου. Ξέρω μόνο ένα πράγμα, πως την πίστη της δεν την επέβαλλε στους άλλους, μόνο προσευχόταν για όλους και έκανε απόλυτη υπακοή στον πνευματικό της, τον αρχιμανδρίτη Ηλία Νοζντριώβ. 
Επιθυμούσα κι εγώ να μάθω να ζω εν υπακοή, αλλά δεν το κατάφερνα. Έτσι ο Κύριος μου έστειλε σε βοήθεια μια φίλη.

 Το γεγονός πως η υπακοή καίει τους δαίμονες το γνώριζα το ίδιο καλά με τη φίλη μου. Αλλά η ‘’κατά το τυπικόν’’ κατανόηση της υπακοής ξυπνούσε μέσα μου διαμαρτυρίες, ενώ η φίλη μου τηρούσε τα πάντα κατά γράμμα.
Να ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Η φίλη μου με επισκέφτηκε, στο σπίτι μου κοντά στην Όπτινα. Είχε εισιτήριο επιστροφής με το αεροπλάνο και εφόσον είχα και εγώ δουλειά στην Μόσχα αποφασίσαμε να φύγουμε μαζί. Έμαθα το πρόγραμμα των λεωφορείων, αλλά η φίλη μου αναγνώριζε μόνο ένα πρόγραμμα: «Όπως θα ευλογήσει ο γέροντας». Πήγε στο μοναστήρι για να πάρει ευλογία από τον πνευματικό της. Επιστρέφοντας, από το κατώφλι ακόμη του σπιτιού μού φώναξε:
– Ετοιμάσου να φύγουμε! Ο γέροντας με ευλόγησε και μου είπε: «Πάρε τα πράγματά σου και ξεκίνα αμέσως τώρα».
Τότε τη ρώτησα:
– Με τι θα φύγουμε; Το πρώτο λεωφορείο για Μόσχα φεύγει το μεσημέρι, τώρα είναι ακόμη πρωί και έξω βρέχει.

Η φίλη μου όμως «ήταν παιδί της υπακοής». Γι’ αυτήν αμέσως σήμαινε αμέσως. Πήρε τα πράγματά μας και ξεκίνησε βιαστικά για το σταθμό. Εγώ προχωρούσα πίσω της προσπαθώντας να την μεταπείσω, όταν χωρίς να το προσέξω σταμάτησε δίπλα μας μια Μερσεντές.
– Κατάλαβέ με, της είπα, το λεωφορείο για Μόσχα φεύγει το μεσημέρι!
Την στιγμή εκείνη άκουσα τον ιδιοκτήτη της Μερσεντές:
– Μήπως πάτε για Μόσχα; Ανεβείτε.

Μπήκα γρήγορα στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να ζεσταινόμαστε μετά την παγωμένη βροχή. Τελικά είναι καλά να ταξιδεύεις με την ευλογία του πνευματικού σου,σού προσφέρεται και μια Μερσεντές. Πόσο όμως θα μας κοστίσει; Μέχρι την Καλούγκα ήξερα τις τιμές, αλλά μέχρι τη Μόσχα; Τα χρήματά μου έφταναν ίσα-ίσα. Όταν όμως φτάσαμε στη Μόσχα και βγάλαμε τα πορτοφόλια
μας, ο οδηγός διαμαρτυρήθηκε:
– Μα τι κάνετε; Δεν θέλω χρήματα. Το έκανα για τη δόξα του Θεού.
Αυτή είναι λοιπόν η ευλογία της υπακοής, όταν όλα τακτοποιούνται και όλοι δοξάζουν το Θεό.
Το γεγονός πως ο πνευματικός έδωσε ευλογία να φύγει αμέσως είχε για τη φίλη μου ξεχωριστή σημασία. Αν και ήδη είχε αγοράσει εισιτήριο με το αeροπλάνο το επόμενο πρωί, ο πνευματικός της ζητούσε να φτάσει οπωσδήποτε στη Λαύρα της Αγίας Τριάδας του Αγίου Σεργίου
για να μάθει τους όρους εγγραφής στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο στο τμήμα των μαέστρων. Το λεωφορείο έφτανε στην Μόσχα αργά το βράδυ και δεν θα μπορούσε να φτάσει στο Σεμινάριο. Έτσι, φτάνοντας στην Μόσχα πιο νωρίς, κατάφερε να πάρει τις πληροφορίες που ήθελε
και να προμηθευτεί την απαραίτητη ύλη για τις εξετάσεις για την κόρη της την Έλενα, η οποία τελείωνε το σχολείο.
Στο σπίτι τους απέφευγαν τη συζήτηση για την επιθυμία της Έλενας να γραφτεί στην σχολή μαέστρων, αφού όλοι γνώριζαν την οργή του άπιστου πατέρα.
– Ποτέ δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο, θυμήσου το! έλεγε επιτακτικά στη σύζυγό του. Μου φτάνει που με έκανες εσύ ρεζίλι σε όλον τον Καύκασο, δεν θα επιτρέψω να με ρεζιλέψει και η κόρη μας
Η «ντροπή» βρισκόταν στο γεγονός πως η φίλη μου δεν φορούσε πια τα μαργαριτάρια και τα πολύτιμα κοσμήματα που της δώρισε ο σύζυγός της. Μονολογίς,έφτασε να θεωρείται αποστάτρια στο ειδωλολατρικό εκείνο περιβάλλον, όπου για το καθετί υπάρχει ένα «ταμπού» και όπου ένας άγραφος νόμος επιβάλλει τι πρέπει να φοράς στις συναντήσεις και ποια γούνα ή άρωμα είναι στη μόδα. Ο σύζυγος της φίλης μου χαιρόταν που δεν πήγαινε μαζί του στις κοσμικές αυτές συζητήσεις αφού δεν ήθελε να εμφανιστεί με αυτήν την «ζητιάνα».

Εν τω μεταξύ η Έλενα τελείωσε το σχολείο και τη μια ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις, την άλλη πέταγε όλα τα εγχειρίδια, λέγοντας λυπημένα:
– Έτσι και αλλιώς ο πατέρας δεν θα με αφήσει για τίποτα στον κόσμο!
– Εσύ όμως ετοιμάσου, κοριτσάκι μου, κάνε υπακοή.Αφού έτσι ευλόγησε ο γέροντας.
Εκείνη την περίοδο προσευχήθηκαν τόσο πολύ στον όσιο Σέργιο του Ραντονέζ, που έμαθαν την παράκληση απ’ έξω.
Όταν είχαν απομείνει μόνο δεκατέσσερις ημέρες μέχρι τις εξετάσεις, η Έλενα είδε στον ύπνο της τον όσιο Σέργιο που της είπε: «Έλα σ’ εμένα!» Η Έλενα δεν πίστευε στα όνειρα και γι’ αυτό το ξέχασε. Στις 18 Ιουλίου (5/18) όμως, ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του οσίου Σέργιου του Ραντονέζ, έφτασε και στην πόλη τους ο πόλεμος του Καυκάσου. Δίπλα από το σπίτι τους εξερράγη ένα βλήμα, άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί και οι πολίτες κατέλαβαν το αεροδρόμιο. Έκαμαν κυριολεκτικά έφοδο πετώντας χιλιάδες δολάρια για εισιτήρια.
Ο πατέρας της Έλενας πλήρωσε ασύλληπτα ποσά για να φύγουν μάνα και κόρη για τη Μόσχα
– Πάρε την κοπέλα από δω! φώναζε αυτός απελπισμένα με βραχνή φωνή, πάρ’ την στο σεμινάριο, στην άκρη του κόσμου, μόνο να μείνει ζωντανή!
Η Έλενα έφυγε για τη Μόσχα με ό,τι φορούσε όταν έφυγε από το σπίτι, μία φόρμα δηλαδή. Άλλα πράγματα δεν είχε. Ενώ ήταν ακόμη στο αεροπλάνο κρύωσε και ανέβασε σαράντα πυρετό. Δεν ήταν σε κατάσταση να ετοιμαστεί για τις εξετάσεις, αλλά χάριν της υπακοής
στον γέροντα είχε ήδη μελετήσει την ύλη. 
Για την βασική εξέταση στο κάντο δεν είχε προετοιμαστεί σχεδόν καθόλου. Η Έλενα έκανε μουσική από μικρή, μπορούσε να τραγουδήσει σε νότες οποιαδήποτε σύνθεση, είχε ταξιδέψει και στην Ευρώπη ως σολίστ σε παιδική χορωδία. Την ορθόδοξη μουσική κουλτούρα όμως δεν μπορείς να τη
μάθεις εκτός εκκλησίας και ο πατέρας της απαγόρευε να πάει στην εκκλησία.
Θυμάμαι πόσο αγανακτούσα μ’ αυτές τις απαγορεύσεις και πώς προσπαθούσα να πείσω τη φίλη μου ότι το παιδί πρέπει να πάει στην εκκλησία, έστω και στα κρυφά.
– Είσαι κι εσύ σαν την Έλενα, μου αντείπε. Το ίδιο μου λέει κι αυτή: «Ο πατέρας δεν θα μάθει τίποτα, μπορώ να του πω ψέματα πως πήγα στη ντισκοτέκ ή κάπου αλλού». Γιατί όμως θα πρέπει να μάθει ένα παιδί να ψεύδεται; Ρώτησα και τον γέροντα τι πρέπει να πράξουμε και εκείνος μου είπε να ζήσω σύμφωνα με την εντολή:«Τίμα τον πατέρα σου…»
Έτσι η μητέρα μάθαινε την κόρη της να τιμάει τον πατέρα της:
– Έλα κόρη μου, καλύτερα να προσευχηθούμε σπίτι για να μην στενοχωρηθεί ο πατέρας εξαιτίας μας.
Αυτή η πραότητα μαλάκωνε την καρδιά του πατέρα,Όλο έλεγε όχι-όχι, αλλά τελικά υποχωρούσε μπροστά στα παρακαλετά της κόρης του: «Καλά, πήγαινε! Τότε η Έλενα έτρεχε στο αναλόγιο να ψάλει για το Θεό και να Τον δοξάσει για όλη της τη ζωή. Τελικά κατάφερε να ετοιμαστεί για τις εξετάσεις μαζί με την μαέστρο ενός γυναικείου μοναστηριού έναν μόνο ύμνο. Όταν η Έλενα το ερμήνευσε μπροστά στην επιτροπή, όλοι έμειναν σιωπηλοί: η φωνή της ήταν ένα δώρο Θεού, ένα πραγματικό ταλέντο.
– Ψάλτε κάτι ακόμη, την παρακάλεσαν.
– Μα δεν ξέρω κάτι άλλο.
– Πώς δεν ξέρετε; Το «Θεοτόκε Παρθένε» ή το «ΆξιονΕστί»; Εσείς δεν πηγαίνετε στην εκκλησία;
– Μόνο μερικές φορές, άρχισε να κλαίει η Έλενα. Μη με διώξετε! Δεχτείτε με στο Σεμινάριο σαν καθαρίστρια, να πλένω τα πατώματα. Δεν θα με αφήσει ο πατέρας μου να έρθω για δεύτερη φορά.
Για το τι έγινε παρακάτω μου διηγήθηκε η φίλη μου:
– Η Έλενά μου πήγε στις εξετάσεις το πρωί και μετά εξαφανίστηκε, ενώ εγώ όλη μέρα προσευχόμουν γονατιστή μπροστά στην λάρνακα του οσίου Σεργίου. Έκλαιγα και προσευχόμουν. Όταν άρχισε να νυχτώνει είδα την Έλενά μου να έρχεται προς το μέρος μου. Από τα δάκρυα δεν μπορούσε να μιλήσει, μόνο μου έδειξε με το δάκτυλο. Αυτό σήμαινε πως είχε εγγραφεί στο πρώτο έτος.

***

Ο πραγματικός καυκασιανός πόλεμος άρχισε πολύ αργότερα από τη στιγμή που εγγράφηκε η Έλενα στο Σεμινάριο. Η ζωή στην πόλη της φίλης μου είχε επανέλθει στον κανονικό της ρυθμό. Σήμερα, τα γεγονότα που πριν αναφέραμε θεωρούνται ως μια συμπλοκή, μια μικρή εξέγερση. Η συμβουλή του πνευματικού μου να φύγουμε από τον Καύκασο απερρίφθη από τον σύζυγο της φίλης
μου ως μη βάσιμος. Γιατί να φύγει αφού όλα είχαν επανέλθει στο κανονικό; Στο κάτω-κάτω στον Καύκασο είχε τις επιχειρήσεις του, τη βίλα του, τα ακίνητά του, ενώ τα χρήματά του τον έκαναν να αισθάνεται άτρωτος. Εν τω μεταξύ και ενώ η φίλη μου είχε ήδη δρομολογήσει το διαζύγιο, έλαβε από τον πνευματικό της άλλη υπακοή: Να αγοράσει δύο σπίτια. Ένα στην Όπτινα και ένα στην
Σταυρούπολη 2, απ’ όπου είχαν τις ρίζες τους τόσο η φίλη μου όσο και ο σύζυγός της.

 Εγώ δεν καταλάβαινα γιατί ένας μόνο άνθρωπος να χρειάζεται δύο σπίτια αλλά η φίλη μου είχε για όλα απάντηση: «Έτσι ευλόγησε ο γέροντας να γίνει».
Εκείνη ακριβώς την περίοδο η φίλη μου έλαβε το μερτικό της από την πατρική της περιουσία και την πούλησε για να αγοράσει ένα καλό σπίτι στα πάτρια εδάφη. Η αγορά του σπιτιού στην Όπτινα ήταν αδύνατη. Δηλαδή βρήκαμε κάτι και ο πρώην σύζυγός της υποσχέθηκε πως θα συνδράμει οικονομικά για το σπίτι και όχι μόνο, αφού έπρεπε να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση για την
μητέρα των παιδιών του. Όταν όμως αυτός ο άνθρωπος,που είχε επενδύσει σε δεκάδες ακίνητα στον Καύκασο, είδε το σπίτι στο χωριό, αναφώνησε:
– Η καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά! Όχι, γι’ αυτήν την πρασιά εγώ δεν δίνω χρήματα!
Το αποτέλεσμα της επίσκεψής του ήταν το εξής τελεσίγραφο: η φίλη μου έπρεπε να διαλέξει μία από τις ιδιοκτησίες του στον Καύκασο και να γυρίσει μαζί με την κόρη του πίσω, αλλιώς δεν πρόκειται να δουν από αυτόν χρήματα ούτε για ψωμί.
Η Έλενα, επιθυμώντας να συνεχίσει τις σπουδές της, προσελήφθη ως καθαρίστρια στο Σεμινάριο, ενώ η φίλη μου εγκαταστάθηκε στη Σταυρούπολη για να επιδιορθώσει το σπίτι πριν φύγει για το μοναστήρι, όπως την είχε συμβουλεύσει ο πνευματικός της. Μου έστελνε γράμματα και μου διηγόταν πως ο Θεός έδειξε το έλεός Του και ο ψάλτης της εκκλησίας τής έφτιαξε μία σόμπα χωρίς να της ζητήσει χρήματα και για το πώς βρήκε αγοραστή για την γούνα της και έτσι μπορούσε να αρχίσει τις επισκευές.
Από τα γράμματα προέκυπτε πως η φίλη μου ζει πολύ φτωχικά, πουλώντας και τα τελευταία πράγματά της.

Την λυπόμουν και αγανακτούσα: Τι ιδιοτροπία, να φτιάχνεις ένα σπίτι στο οποίο δεν πρόκειται να μείνεις! Αλλά, επαναλαμβάνω, η φίλη μου ήταν παιδί της υπακοής και στενοχωριόταν μόνο για το γεγονός πως δεν μπορεί να εκπληρώσει την υπακοή που της είχε δώσει ο γέροντας και να φέρει από τον Καύκασο τα πράγματά τα δικά της και της κόρης της, αν και ο σύζυγός της αρρώσταινε στη
σκέψη και μόνο πως η κόρη του δεν θα γυρίσει σπίτι.
«Σημαίνει πως πρέπει να κάνουμε υπομονή και να προσευχηθούμε, μου έγραφε στα γράμματά της, για να δώσει ειρήνη στις καρδιές μας ο Χριστός».

 Το σπίτι στη Σταυρούπολη ήταν, επιτέλους, έτοιμο. Στα παράθυρα κρέμονταν οι κουρτίνες και στο τζάκι έτριζαν χαρούμενα τα ξύλα όταν άρχισε ο μεγάλος πόλεμος του Καυκάσου 3.
Το σπίτι του συζύγου της φίλης μου τυλίχθηκε στις φλόγες και αυτόπτες μάρτυρες μου διηγήθηκαν αργότερα πως ήταν σαν μια κόλαση γεμάτη αίμα. Δεν κυκλοφορούσε ούτε τρένο ούτε αεροπλάνο. Τα τηλέφωνα ήταν νεκρά, η φίλη μου με τον γέροντα προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν τηλεφωνικά με την πόλη. Κατά απρόσμενο τρόπο απάντησε μια γιαγιά που είχε αποφασίσει να μη φύγει και να πεθάνει εκεί.
– Μου φαίνεται πως οι δικοί σας είναι ζωντανοί, μας είπε. Είδα από το παράθυρο πως ο γιος σας, ο σύζυγος και η νέα σύζυγός του με τα παιδιά ανέβηκαν στο αυτοκίνητο. Η αλήθεια είναι πως κοντά στην πολυκατοικία κάποιος πυροβόλησε προς το μέρος τους, έσπασαν και κάποια τζάμια, αλλά αίματα δεν είδα.
Αργότερα της τηλεφώνησε ο γιος της από τα σύνορα:
– Μαμά, είμαστε ζωντανοί, ερχόμαστε σε σένα. Το αυτοκίνητο έχει ζημιές, αλλά προς το παρόν προχωράει.Μην ανυσηχείς, ο πατέρας έχει ένα σχέδιο για να φύγουμε από εδώ. Μαμά, προσευχήσου! φώναξε ξαφνικά ο γιος της, πεθ…

Η γραμμή κόπηκε. Ο γέροντας πήρε το ακουστικό από το χέρι της μητέρας που είχε μείνει αποσβολωμένη και μην μπορώντας να επικοινωνήσει της είπε να πάει στο χωριό και να μαζέψει τους ανθρώπους για να προσευχηθούν όλοι μαζί.
Ήρθε πολύς κόσμος στην εκκλησία. Η συνοριακή γραμμή ήταν κοντά και κάθε σπίτι περίμενε πρόσφυγες.
Δεν έπρεπε να εξηγήσεις στους χωριανούς πώς είναι η κατάσταση, όταν ένα αυτοκίνητο με παιδιά προσπαθεί να περάσει τα σύνορα υπό βροχή πυροβολισμών. Όλη μέρα διάβαζαν παρακλήσεις και προσευχές προς την Παναγία «Βοήθεια των θλιβομένων», προς τον θαυματουργό άγιο Νικόλαο και προς όλους του αγίους που διέλαμψαν στη ρωσική γη. Κάποια στιγμή, ενώ είχε πάει αργά και οι ελπίδες είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, κι ενώ διάβαζαν την παράκληση της αγίας Βαρβάρας, παρακαλώντας την αν όχι να σωθούν, τουλάχιστον να είναι «χριστιανά τα τέλη της ζωής αυτών», κάποιος φώναξε: «Έρχονται!»
Όσοι ήταν στην εκκλησία βγήκαν για να τους υποδεχθούν. Το αυτοκίνητο ήταν κόσκινο από τις τρύπες, τα τζάμια σπασμένα και η μία ρόδα χαλασμένη. Ο κόσμος αγκάλιαζε και ασπαζόταν τους νεοφερμένους:
– Αγαπημένοι μας, είστε ζωντανοί! Εμείς προσευχηθήκαμε για σας!
Μπήκαν στην εκκλησία και ασπάζονταν με δάκρυα τις εικόνες. Ο πρώην σύζυγος έκανε μια εδαφιαία μετάνοια μπροστά στη Σταύρωση και είπε:
– Πρόκειται για θαύμα, είμαστε ζωντανοί! Πάτερ, ας ευχαριστήσουμε τον Θεό και όταν θα έχω χρήματα υπόσχομαι να ανακαινίσω τον ναό.
Έτσι η ενορία απέκτησε μια νέα οικογένεια η οποία πίστεψε στο Χριστό, όπως οι ίδιοι αναγνώρισαν, μια στιγμή πριν από το θάνατο. Όσο για το σπίτι στην Σταυρούπολη, όπως προείπε ο γέροντας, είχε ετοιμαστεί γι’ αυτούς. Μόνο όταν είσαι πρόσφυγας, χωρίς χρήματα και χωρίς ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, μπορείς να καταλάβεις τι είναι να σε περιμένει μια ζεστή γωνιά και
για τα παιδιά σου να υπάρχει μια έτοιμη στρωμένη κλίνη.

***

Η πραγματική… φυγάς αυτού του πολέμου, που έχασε το σπίτι και ό,τι άλλο είχε μέχρι τελευταία δεκάρα, ήταν η φίλη μου, η οποία τελικά κατέληξε σε μια γωνιά ξένη, κοντά στην Όπτινα.
– Τι, τώρα θέλεις να φύγεις στο μοναστήρι; τη ρώτησε ο πνευματικός της. Κανόνισες όλες σου τις δουλειές;
– Πάτερ, θα ήθελα να παντρέψω και την κόρη μου,όπως εσείς είχατε ευλογήσει.
Να πώς ήταν τα πράγματα. Όταν ο γέροντας ευλόγησε τη μητέρα να γίνει μοναχή και την κόρη να παντρευτεί, η Έλενα, που ήταν μόνο δεκαεπτά ετών, είπε με σοβαρότητα:
– Πάτερ, εμένα μου χρειάζεται ένας άντρας σαν τον πατέρα μου, για να τον ακούω. Μου υπόσχεσθε πως θα προσευχηθείτε;
– Θα προσευχηθώ, χαμογέλασε ο γέροντας.
Όλοι οι νεαροί όμως με τους οποίους έκανε το κορίτσι γνωριμία δεν ήταν σοβαροί, τόσο που κάποια στιγμή είπε στον γέροντα στενοχωρημένη:
– Πάτερ, μου υποσχεθήκατε πως θα προσεύχεσθε.
– Εγώ προσεύχομαι, της απάντησε ο γέροντας, Πρέπει όμως να μεγαλώσεις λίγο ακόμη.
– Προσεύχεσθε, προσεύχεσθε. Μήπως προσεύχεσθε λίγο;
Έπειτα οι γαμπροί εξαφανίστηκαν. Στο απομακρυσμένο χωριό που η Έλενα ήταν μαέστρος μετά την αποφοίτησή της από το Σεμινάριο, οι μόνοι γαμπροί ήταν πέντε γέροι χωρίς δόντια. Ο ναός ήταν παλιός, παγωμένος και η μοναδική σόμπα δεν κατάφερνε να ζεστάνει το χώρο το χειμώνα. Η Έλενα όμως ήταν ερωτευμένη με τη δουλειά της και διηγόταν με ενθουσιασμό:
– Να έβλεπες, μάνα, τι γεράκο έχω στη χορωδία. Σωστός Παβαρότι! Η αλήθεια βέβαια είναι πως φαλτσάρει λίγο. Πού να σου πω και για τις γιαγιούλες. Ξέρεις τι χορωδία θα έχουμε σύντομα;
Εδώ, ανάμεσα στους αγαπημένους της γέρους και τα απροσπέλαστα χιόνια του ρωσικού χειμώνα, συμβιβάστηκε με την ιδέα πως θα περάσει τη ζωή της μέσα στη μοναξιά, γι’ αυτό προσπαθούσε να πείσει τη μητέρα της:
– Γιατί περιμένεις τον γάμο μου, μητέρα; Φύγε για το μοναστήρι! Εγώ έχω πάρει απόφαση αμετάκλητη. Καλύτερα να μείνω γεροντοκόρη παρά να κάνω μια δυστυχισμένη οικογένεια
Ήδη ραβόταν το μοναχικό της ένδυμα όταν έγινε αυτή συζήτηση
– Τι κάνουν τα αγγουράκια σου; ρώτησα την φίλη μου που είχε και αυτή τον κήπο της.
– Τι, έφτασε ο καιρός να τα μεταφυτεύσω;
– Εμείς ήδη τρώμε τους πρώτους καρπούς.
– Πω, πω, σήμερα πρέπει να τα βάλω και εγώ, θυμήθηκε η φίλη μου, που μεγάλωσε στην πόλη μέσα στην άσφαλτο
Κάποιος της είπε να διαβάσει την παράκληση των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης για να μεγαλώσουν πιο γρήγορα τα αγγούρια. Η φίλη μου ρώτησε τον πνευματικό της: «Να διαβάσει ή όχι;»
– Διάβασε! την ευλόγησε αυτός χαμογελώντας.
Έτσι άρχιζε να διαβάζει καθημερινά την παράκληση των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, βλέποντας κατάπληκτη πόσο γρήγορα μεγάλωναν τα αγγουράκια της.
Κάποια στιγμή λαβαίνει ένα τηλεγράφημα:
«Μητέρα, δώσε την ευλογία σου. Παντρεύομαι με τον Κωνσταντίνο.
Η Έλενά σου».

Αργότερα μάθαμε ότι ο στάρετς Ανατόλιος Ποταπώβ ευλογούσε τους νεαρούς για γάμο με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Τώρα η Λένα ήταν πρεσβυτέρα Έλενα. Όταν συνέβησαν όλα αυτά, η φίλη μου μού ζήτησε γάλα και έφαγε ένα πιάτο τυρί.
– Μα εσύ μου έλεγες πως δεν σου αρέσουν τα γαλακτοκομικά! της είπα έκπληκτη, αφού τόσα χρόνια είχα συνηθίσει στην ιδέα πως η φίλη μου έχει ευαίσθητο στομάχι και το μόνο που μπορεί να φάει είναι ψωμί και λαχανικά.
– Εγώ τρώω απ’ όλα, μου είπε χαμογελαστά, και μου αρέσουν τα γαλακτοκομικά. Αλλά πιστεύεις πως είναι εύκολο όταν ούτε τα παιδιά ούτε ο σύζυγος πιστεύουν στον Θεό και υπάρχουν και δύο παιδιά εκτός γάμου; Μέτρα ένα χρόνο νηστεία για τον καθένα.
– Νήστεψες και γι’ αυτά τα παιδιά;
– Ε, ναι, πονούσε η καρδιά μου γι’ αυτά.
Οι κοσμικές υποθέσεις δύσκολα τακτοποιούνται, όταν όμως τακτοποιήθηκαν τα πάντα, αυτή η φιλόθεη γυναίκα εκάρη μοναχή, πεθαίνοντας οριστικά για τον κόσμο.

1. Αναφέρεται στον απερίσκεπτο ήρωα του διηγήματος του Αλεξέι Τολστόι Το χρυσό κλειδί ή οι περιπέτειες του Μπουρατίνο,ο οποίος αφού πλούτισε άρχισε να σκορπάει απερίσκεπτα τα χρή-
ματά του.
2. πόλη στην Ν. Δ. Ρωσία.
3. Πρόκειται για την εισβολή Γεωργιανών στρατευμάτων στην αποσχισθείσα δημοκρατία του Καυκάσου τα χαράματα της Παρασκευής 8 Αυγούστου με αποτέλεσμα την ισοπέδωση της πρω-
τεύουσάς της Τσχινβάλι. Τις πρώτες 48 ώρες του πολέμου τουλάχιστον 2.000 Οσέτοι άμαχοι έχασαν τη ζωή τους και 30. 000 συμπολίτες τους (σε σύνολο 70.000 Νότιων Οσετών) κατέφυγαν πρόσφυγες στη Ρωσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: